↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροδοζυμωμένος η ροδοζυμωμένη το ροδοζυμωμένο
      γενική του ροδοζυμωμένου της ροδοζυμωμένης του ροδοζυμωμένου
    αιτιατική τον ροδοζυμωμένο τη ροδοζυμωμένη το ροδοζυμωμένο
     κλητική ροδοζυμωμένε ροδοζυμωμένη ροδοζυμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροδοζυμωμένοι οι ροδοζυμωμένες τα ροδοζυμωμένα
      γενική των ροδοζυμωμένων των ροδοζυμωμένων των ροδοζυμωμένων
    αιτιατική τους ροδοζυμωμένους τις ροδοζυμωμένες τα ροδοζυμωμένα
     κλητική ροδοζυμωμένοι ροδοζυμωμένες ροδοζυμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ροδοζυμωμένος < ροδο- + ζυμωμένος

ροδοζυμωμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ροδοζυμωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία