Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοευχαριστημένος η κακοευχαριστημένη το κακοευχαριστημένο
      γενική του κακοευχαριστημένου της κακοευχαριστημένης του κακοευχαριστημένου
    αιτιατική τον κακοευχαριστημένο την κακοευχαριστημένη το κακοευχαριστημένο
     κλητική κακοευχαριστημένε κακοευχαριστημένη κακοευχαριστημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοευχαριστημένοι οι κακοευχαριστημένες τα κακοευχαριστημένα
      γενική των κακοευχαριστημένων των κακοευχαριστημένων των κακοευχαριστημένων
    αιτιατική τους κακοευχαριστημένους τις κακοευχαριστημένες τα κακοευχαριστημένα
     κλητική κακοευχαριστημένοι κακοευχαριστημένες κακοευχαριστημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κακοευχαριστημένος < κακό + ευχαριστημένος

  Μετοχή επεξεργασία

κακοευχαριστημένος αρσενικό

  1. αυτός που δεν ευχαριστιέται, ο δυσαρεστημένος
    Μάλιστα ήλθε και σάς επρόσμεινε καμπόσην ώραν έφυγε κακοευχαριστημένος (Lehrbuch der neugriechischen Sprache, Wilhelm von Lüdemann, Brockhaus, 1826, σελ. 127)
    Αυτή ύστερα άπό πολλαίς μεταβολαίς όπου έδοκίμασε, εκατήντησε τέλος πάντων εις τόν βασιλέα τής Νεαπόλεως, οι κάτοικοί της όμως κακοευχαριστημένοι από αυτόν, εδόθηκαν μοναχοί τους εις τούς Βενετζιάνους εις τά 1386 (Γεωγραφία Νεωτερική)

  Μεταφράσεις επεξεργασία