προαριθμημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προαριθμημένος < προ- + αριθμημένος
Μετοχή επεξεργασία
προαριθμημένος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αριθμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
προαριθμημένος
|
προαριθμημένος
|