↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριθμημένος η αριθμημένη το αριθμημένο
      γενική του αριθμημένου της αριθμημένης του αριθμημένου
    αιτιατική τον αριθμημένο την αριθμημένη το αριθμημένο
     κλητική αριθμημένε αριθμημένη αριθμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριθμημένοι οι αριθμημένες τα αριθμημένα
      γενική των αριθμημένων των αριθμημένων των αριθμημένων
    αιτιατική τους αριθμημένους τις αριθμημένες τα αριθμημένα
     κλητική αριθμημένοι αριθμημένες αριθμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αριθμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αριθμώ

αριθμημένος

  • που έχει αριθμό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία