Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ληστευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ληστευμέν
ος
η
ληστευμέν
η
το
ληστευμέν
ο
γενική
του
ληστευμέν
ου
της
ληστευμέν
ης
του
ληστευμέν
ου
αιτιατική
τον
ληστευμέν
ο
τη
ληστευμέν
η
το
ληστευμέν
ο
κλητική
ληστευμέν
ε
ληστευμέν
η
ληστευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ληστευμέν
οι
οι
ληστευμέν
ες
τα
ληστευμέν
α
γενική
των
ληστευμέν
ων
των
ληστευμέν
ων
των
ληστευμέν
ων
αιτιατική
τους
ληστευμέν
ους
τις
ληστευμέν
ες
τα
ληστευμέν
α
κλητική
ληστευμέν
οι
ληστευμέν
ες
ληστευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ληστευμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ληστεύω
Μετοχή
επεξεργασία
ληστευμένος
(
σπάνιο
) που έχει πέσει
θύμα
ληστείας
Αντώνυμα
επεξεργασία
αλήστευτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ληστευμένος
αγγλικά
:
robbed
(en)
,
pillaged
(en)