Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλήστευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλήστευτ
ος
η
αλήστευτ
η
το
αλήστευτ
ο
γενική
του
αλήστευτ
ου
της
αλήστευτ
ης
του
αλήστευτ
ου
αιτιατική
τον
αλήστευτ
ο
την
αλήστευτ
η
το
αλήστευτ
ο
κλητική
αλήστευτ
ε
αλήστευτ
η
αλήστευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλήστευτ
οι
οι
αλήστευτ
ες
τα
αλήστευτ
α
γενική
των
αλήστευτ
ων
των
αλήστευτ
ων
των
αλήστευτ
ων
αιτιατική
τους
αλήστευτ
ους
τις
αλήστευτ
ες
τα
αλήστευτ
α
κλητική
αλήστευτ
οι
αλήστευτ
ες
αλήστευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλήστευτος
<
α-
στερητικό
+
ληστεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αλήστευτος
(
σπάνιο
) που δεν έχει πέσει
θύμα
ληστείας
Αντώνυμα
επεξεργασία
ληστευμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλήστευτος
αγγλικά
:
unrobbed
(en)
,
unpillaged
(en)