Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτζιλικωμένος η χαρτζιλικωμένη το χαρτζιλικωμένο
      γενική του χαρτζιλικωμένου της χαρτζιλικωμένης του χαρτζιλικωμένου
    αιτιατική τον χαρτζιλικωμένο τη χαρτζιλικωμένη το χαρτζιλικωμένο
     κλητική χαρτζιλικωμένε χαρτζιλικωμένη χαρτζιλικωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτζιλικωμένοι οι χαρτζιλικωμένες τα χαρτζιλικωμένα
      γενική των χαρτζιλικωμένων των χαρτζιλικωμένων των χαρτζιλικωμένων
    αιτιατική τους χαρτζιλικωμένους τις χαρτζιλικωμένες τα χαρτζιλικωμένα
     κλητική χαρτζιλικωμένοι χαρτζιλικωμένες χαρτζιλικωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτζιλικωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαρτζιλικώνω

  Μετοχή επεξεργασία

χαρτζιλικωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία