χαρτζιλικωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρτζιλικωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαρτζιλικώνω
Μετοχή επεξεργασία
χαρτζιλικωμένος, -η, -ο
- που του έχει δοθεί ή του δίνεται χαρτζιλίκι
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
χαρτζιλικωμένος
|