Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρτζιλικώνω < χαρτζιλίκ(ι) + -ώνω

χαρτζιλικώνω

  • δίνω σε παιδί μου χρηματικό ποσό σε τακτικά διαστήματα για μικροέξοδα, δίνω χαρτζιλίκι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία