↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαρτζιλίκωτος η αχαρτζιλίκωτη το αχαρτζιλίκωτο
      γενική του αχαρτζιλίκωτου της αχαρτζιλίκωτης του αχαρτζιλίκωτου
    αιτιατική τον αχαρτζιλίκωτο την αχαρτζιλίκωτη το αχαρτζιλίκωτο
     κλητική αχαρτζιλίκωτε αχαρτζιλίκωτη αχαρτζιλίκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαρτζιλίκωτοι οι αχαρτζιλίκωτες τα αχαρτζιλίκωτα
      γενική των αχαρτζιλίκωτων των αχαρτζιλίκωτων των αχαρτζιλίκωτων
    αιτιατική τους αχαρτζιλίκωτους τις αχαρτζιλίκωτες τα αχαρτζιλίκωτα
     κλητική αχαρτζιλίκωτοι αχαρτζιλίκωτες αχαρτζιλίκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχαρτζιλίκωτος < α- + χαρτζιλικώ(νω) + -τος < χαρτζιλίκι < τουρκική harçlık < αραβικά خرج (kharj, δαπάνη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.xaɾ.d͡ziˈli.ko.tos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αχαρτζιλίκωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία