αχαρτζιλίκωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχαρτζιλίκωτος < α- + χαρτζιλικώ(νω) + -τος < χαρτζιλίκι < τουρκική harçlık < αραβικά خرج (kharj, δαπάνη)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααχαρτζιλίκωτος, -η, -ο
- που δεν του έχει δοθεί ή δεν του δίνεται χαρτζιλίκι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αχαρτζιλίκωτος
|