خرج
Αραβικά (ar)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαخرج (خَرْج) (ar) (kharj) αρσενικό
Απόγονοι
επεξεργασίαخرج (kharj) (αραβικά)
- ↷ οθωμανικά τουρκικά: خرج (harc, harç)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (νέα ελληνική) χαρτζιλίκι
- (οθωμανικά τουρκικά) خرجلق (harçlık)
- (τουρκικά) harçlık
Ρήμα
επεξεργασίαخرج (خَرَجَ) (ar) (kharaja)
Ρήμα
επεξεργασίαخرج (خَرَّجَ) (ar) (kharraja)
Ετυμολογία
επεξεργασία- خرج < (άμεσο δάνειο) αραβική خَرْج (kharj)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ τουρκικά: harç
Ουσιαστικό
επεξεργασίαخرج (tr) (harc, harç)
Πηγές
επεξεργασία- σελ. 835 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).