Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χιλιοειπωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χιλιοειπωμέν
ος
η
χιλιοειπωμέν
η
το
χιλιοειπωμέν
ο
γενική
του
χιλιοειπωμέν
ου
της
χιλιοειπωμέν
ης
του
χιλιοειπωμέν
ου
αιτιατική
τον
χιλιοειπωμέν
ο
τη
χιλιοειπωμέν
η
το
χιλιοειπωμέν
ο
κλητική
χιλιοειπωμέν
ε
χιλιοειπωμέν
η
χιλιοειπωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χιλιοειπωμέν
οι
οι
χιλιοειπωμέν
ες
τα
χιλιοειπωμέν
α
γενική
των
χιλιοειπωμέν
ων
των
χιλιοειπωμέν
ων
των
χιλιοειπωμέν
ων
αιτιατική
τους
χιλιοειπωμέν
ους
τις
χιλιοειπωμέν
ες
τα
χιλιοειπωμέν
α
κλητική
χιλιοειπωμέν
οι
χιλιοειπωμέν
ες
χιλιοειπωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χιλιοειπωμένος
<
χιλιο-
+
ειπωμένος
Μετοχή
επεξεργασία
χιλιοειπωμένος, -η, -ο
που
έχει ειπωθεί
πάρα πολλές φορές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χιλιοειπωμένος
αγγλικά
:
hackneyed
(en)