συμμαζεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμμαζεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συμμαζεύω
Μετοχή επεξεργασία
συμμαζεμένος, -η, -ο
- που έχει συμμαζευτεί
Μετοχή επεξεργασία
συμμαζεμένος, -η, -ο
- σεμνός ή σεμνοπρεπής (σε συμπεριφορά κι εμφάνιση)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμμαζεμένος
|