Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξερχόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξερχόμεν
ος
η
εξερχόμεν
η
το
εξερχόμεν
ο
γενική
του
εξερχόμεν
ου
της
εξερχόμεν
ης
του
εξερχόμεν
ου
αιτιατική
τον
εξερχόμεν
ο
την
εξερχόμεν
η
το
εξερχόμεν
ο
κλητική
εξερχόμεν
ε
εξερχόμεν
η
εξερχόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξερχόμεν
οι
οι
εξερχόμεν
ες
τα
εξερχόμεν
α
γενική
των
εξερχόμεν
ων
των
εξερχόμεν
ων
των
εξερχόμεν
ων
αιτιατική
τους
εξερχόμεν
ους
τις
εξερχόμεν
ες
τα
εξερχόμεν
α
κλητική
εξερχόμεν
οι
εξερχόμεν
ες
εξερχόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξερχόμενος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξέρχομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εξερχόμενος, -η, -ο
που εξέρχεται/βγαίνει έξω/έχει κατεύθυνση-φορά προς τα έξω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξερχόμενος
αγγλικά
:
outgoing
(en)
,
efferent
(en)
γαλλικά
:
sortant
(fr)
τα εξερχόμενα :
courrier départ
(fr)