Ετυμολογία

επεξεργασία
outgoing < outgo + -ing ή out + going

outgoing (en)

  1. κοινωνικός, που του αρέσει να γνωρίζει άλλους ανθρώπους, θέλει την παρέα τους και να είναι φιλικός μαζί τους
    παράδειγμα  He is very outgoing and has many acquaintances.
    Είναι πολύ κοινωνικός και έχει πολλές γνωριμίες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη sociable
     αντώνυμα:  δείτε τη λέξη unsociable
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) απερχόμενος, εξερχόμενος, που ολοκληρώνει τη θητεία του σε θέση αξίωμα
    παράδειγμα  the speech of the outgoing dean - η ομιλία του απερχόμενου πρύτανη
    παράδειγμα  the outgoing president - ο εξερχόμενος πρόεδρος
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εξερχόμενος, που αναχωρεί, που βγαίνει από κάποιον χώρο ή κάποιο σύστημα
    παράδειγμα  This phone should be used for outgoing calls.
    Αυτό το τηλέφωνο πρέπει να χρησιμοποιείται για εξερχόμενες κλήσεις.
    παράδειγμα  an outgoing ship/train - πλοίο/τρένο που αναχωρεί