outgoing
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
outgoing (en)
- κοινωνικός, που του αρέσει να γνωρίζει άλλους ανθρώπους, θέλει την παρέα τους και να είναι φιλικός μαζί τους
He is very outgoing and has many acquaintances.
- Είναι πολύ κοινωνικός και έχει πολλές γνωριμίες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sociable
- ≠ αντώνυμα: → δείτε τη λέξη unsociable
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) απερχόμενος, εξερχόμενος, που ολοκληρώνει τη θητεία του σε θέση αξίωμα
the speech of the outgoing dean - η ομιλία του απερχόμενου πρύτανη
the outgoing president - ο εξερχόμενος πρόεδρος
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εξερχόμενος, που αναχωρεί, που βγαίνει από κάποιον χώρο ή κάποιο σύστημα
This phone should be used for outgoing calls.
- Αυτό το τηλέφωνο πρέπει να χρησιμοποιείται για εξερχόμενες κλήσεις.
an outgoing ship/train - πλοίο/τρένο που αναχωρεί