Ετυμολογία

επεξεργασία
outgoing < outgo + -ing ή out + going

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaʊt.ɡoʊɪŋ/ & /ˈaʊt.ɡoɪŋ/ (ΗΠΑ)
ΔΦΑ : /ˈaʊt.ɡəʊɪŋ/

  Επίθετο

επεξεργασία

outgoing (en)

  1. κοινωνικός, που του αρέσει να γνωρίζει άλλους ανθρώπους, θέλει την παρέα τους και να είναι φιλικός μαζί τους
    ⮡  He is very outgoing and has many acquaintances.
    Είναι πολύ κοινωνικός και έχει πολλές γνωριμίες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sociable
     αντώνυμα: → δείτε τη λέξη unsociable
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) απερχόμενος, εξερχόμενος, που ολοκληρώνει τη θητεία του σε θέση αξίωμα
    ⮡  the speech of the outgoing dean - η ομιλία του απερχόμενου πρύτανη
    ⮡  the outgoing president - ο εξερχόμενος πρόεδρος
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) εξερχόμενος, που αναχωρεί, που βγαίνει από κάποιον χώρο ή κάποιο σύστημα
    ⮡  This phone should be used for outgoing calls.
    Αυτό το τηλέφωνο πρέπει να χρησιμοποιείται για εξερχόμενες κλήσεις.
    ⮡  an outgoing ship/train - πλοίο/τρένο που αναχωρεί