Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απερχόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
επερχόμενος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απερχόμεν
ος
η
απερχόμεν
η
το
απερχόμεν
ο
γενική
του
απερχόμεν
ου
της
απερχόμεν
ης
του
απερχόμεν
ου
αιτιατική
τον
απερχόμεν
ο
την
απερχόμεν
η
το
απερχόμεν
ο
κλητική
απερχόμεν
ε
απερχόμεν
η
απερχόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απερχόμεν
οι
οι
απερχόμεν
ες
τα
απερχόμεν
α
γενική
των
απερχόμεν
ων
των
απερχόμεν
ων
των
απερχόμεν
ων
αιτιατική
τους
απερχόμεν
ους
τις
απερχόμεν
ες
τα
απερχόμεν
α
κλητική
απερχόμεν
οι
απερχόμεν
ες
απερχόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απερχόμενος
<
απέρχομαι
+
-όμενος
Μετοχή
επεξεργασία
απερχόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
απέρχομαι
που
φεύγει
που πρόκειται να εγκαταλείψει σε λίγο χρονικό διάστημα μια
θέση
ή ένα
αξίωμα
συνάντησε τον
απερχόμενο
πρόεδρο της κυβέρνησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απερχόμενος
αγγλικά
:
outgoing
(en)
γαλλικά
:
sortant
(fr)