-όμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -όμενος | η | -όμενη | το | -όμενο |
γενική | του | -όμενου | της | -όμενης | του | -όμενου |
αιτιατική | τον | -όμενο | τη(ν) | -όμενη | το | -όμενο |
κλητική | -όμενε | -όμενη | -όμενο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -όμενοι | οι | -όμενες | τα | -όμενα |
γενική | των | -όμενων | των | -όμενων | των | -όμενων |
αιτιατική | τους | -όμενους | τις | -όμενες | τα | -όμενα |
κλητική | -όμενοι | -όμενες | -όμενα | |||
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -όμενος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ό‐με‐νος
Επίθημα
επεξεργασία-όμενος, -όμενη/-ομένη, -όμενο
- κατάληξη που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει την παθητική μετοχή σε μερικές λέξεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία -όμενος
|