Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χηράμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χηράμεν
ος
η
χηράμεν
η
το
χηράμεν
ο
γενική
του
χηράμεν
ου
της
χηράμεν
ης
του
χηράμεν
ου
αιτιατική
τον
χηράμεν
ο
τη
χηράμεν
η
το
χηράμεν
ο
κλητική
χηράμεν
ε
χηράμεν
η
χηράμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χηράμεν
οι
οι
χηράμεν
ες
τα
χηράμεν
α
γενική
των
χηράμεν
ων
των
χηράμεν
ων
των
χηράμεν
ων
αιτιατική
τους
χηράμεν
ους
τις
χηράμεν
ες
τα
χηράμεν
α
κλητική
χηράμεν
οι
χηράμεν
ες
χηράμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
χηράμενος, -η, -ο
άλλη μορφή
του
χηρευάμενος