Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χηρευάμενος η χηρευάμενη το χηρευάμενο
      γενική του χηρευάμενου της χηρευάμενης του χηρευάμενου
    αιτιατική τον χηρευάμενο τη χηρευάμενη το χηρευάμενο
     κλητική χηρευάμενε χηρευάμενη χηρευάμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χηρευάμενοι οι χηρευάμενες τα χηρευάμενα
      γενική των χηρευάμενων των χηρευάμενων των χηρευάμενων
    αιτιατική τους χηρευάμενους τις χηρευάμενες τα χηρευάμενα
     κλητική χηρευάμενοι χηρευάμενες χηρευάμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χηρευάμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος χηρεύω.

  Μετοχή επεξεργασία

χηρευάμενος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία