Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χηρευάμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χηρευάμεν
ος
η
χηρευάμεν
η
το
χηρευάμεν
ο
γενική
του
χηρευάμεν
ου
της
χηρευάμεν
ης
του
χηρευάμεν
ου
αιτιατική
τον
χηρευάμεν
ο
τη
χηρευάμεν
η
το
χηρευάμεν
ο
κλητική
χηρευάμεν
ε
χηρευάμεν
η
χηρευάμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χηρευάμεν
οι
οι
χηρευάμεν
ες
τα
χηρευάμεν
α
γενική
των
χηρευάμεν
ων
των
χηρευάμεν
ων
των
χηρευάμεν
ων
αιτιατική
τους
χηρευάμεν
ους
τις
χηρευάμεν
ες
τα
χηρευάμεν
α
κλητική
χηρευάμεν
οι
χηρευάμεν
ες
χηρευάμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χηρευάμενος
<
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
χηρεύω
.
Μετοχή
επεξεργασία
χηρευάμενος, -η, -ο
ο
χήρος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
χηράμενος