↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κακοσυντηρημένος η κακοσυντηρημένη το κακοσυντηρημένο
      γενική του κακοσυντηρημένου της κακοσυντηρημένης του κακοσυντηρημένου
    αιτιατική τον κακοσυντηρημένο την κακοσυντηρημένη το κακοσυντηρημένο
     κλητική κακοσυντηρημένε κακοσυντηρημένη κακοσυντηρημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κακοσυντηρημένοι οι κακοσυντηρημένες τα κακοσυντηρημένα
      γενική των κακοσυντηρημένων των κακοσυντηρημένων των κακοσυντηρημένων
    αιτιατική τους κακοσυντηρημένους τις κακοσυντηρημένες τα κακοσυντηρημένα
     κλητική κακοσυντηρημένοι κακοσυντηρημένες κακοσυντηρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοσυντηρημένος < κακο- + συντηρημένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ko.sin.di.ɾiˈme.nos/

κακοσυντηρημένος, -ή, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία