↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαχαροζυμωμένος η ζαχαροζυμωμένη το ζαχαροζυμωμένο
      γενική του ζαχαροζυμωμένου της ζαχαροζυμωμένης του ζαχαροζυμωμένου
    αιτιατική τον ζαχαροζυμωμένο τη ζαχαροζυμωμένη το ζαχαροζυμωμένο
     κλητική ζαχαροζυμωμένε ζαχαροζυμωμένη ζαχαροζυμωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαχαροζυμωμένοι οι ζαχαροζυμωμένες τα ζαχαροζυμωμένα
      γενική των ζαχαροζυμωμένων των ζαχαροζυμωμένων των ζαχαροζυμωμένων
    αιτιατική τους ζαχαροζυμωμένους τις ζαχαροζυμωμένες τα ζαχαροζυμωμένα
     κλητική ζαχαροζυμωμένοι ζαχαροζυμωμένες ζαχαροζυμωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαροζυμωμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαχαροζυμωμένος. Μορφολογικά αναλύεται σε < ζαχαρο- + ζυμωμένος < ζυμώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /za.xa.ɾo.zi.moˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζα‐χα‐ρο‐ζυ‐με‐μέ‐νος

ζαχαροζυμωμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)

  1. φτιαγμένος από ζάχαρη, ζυμωμένος με ζάχαρη
    ⮡  ζαχαροζυμωμένα κουλουράκια
  2. (μεταφορικά) γλυκός
    ※  Ζαχαροζυμωμένη μου πέσε γλυκά κοιμήσου και στ’ όνειρό σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.
    Μάρκος Βαμβακάρης, τραγούδι «Αγγελοκαμωμένη μου»

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαροζυμωμένος < ζαχαρο- + ζυμωμένος < ζυμώνω

ζαχαροζυμωμένος (μετοχή χωρίς ρήμα)

  1. όμορφος, γλυκός
  2. (μεταφορικά) γλυκός, ευχάριστος
    ※  Πρότυπο:κρητική λογοτεχνία 16ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, H ελευθερωμένη Iερουσαλήμ (Τα ιντερμέδια της Ερωφίλης), Στ. Aλεξίου - M. Aποσκίτη, Aθήνα 1992
    φιλιά ζαχαροζυμωμένα
     συνώνυμα: ζαχαράτος, ζαχαρένιος

Συγγενικά

επεξεργασία