ζαχαροζυμωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαχαροζυμωμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαχαροζυμωμένος. Μορφολογικά αναλύεται σε < ζαχαρο- + ζυμωμένος < ζυμώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.xa.ɾo.zi.moˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρο‐ζυ‐με‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαζαχαροζυμωμένος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- φτιαγμένος από ζάχαρη, ζυμωμένος με ζάχαρη
- ⮡ ζαχαροζυμωμένα κουλουράκια
- (μεταφορικά) γλυκός
- ※ Ζαχαροζυμωμένη μου πέσε γλυκά κοιμήσου και στ’ όνειρό σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.
- Μάρκος Βαμβακάρης, τραγούδι «Αγγελοκαμωμένη μου»
- ※ Ζαχαροζυμωμένη μου πέσε γλυκά κοιμήσου και στ’ όνειρό σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζαχαροζυμωμένος
|
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με ζαχαροζυμ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαζαχαροζυμωμένος (μετοχή χωρίς ρήμα)
- όμορφος, γλυκός
- (μεταφορικά) γλυκός, ευχάριστος
- ※ Πρότυπο:κρητική λογοτεχνία 16ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, H ελευθερωμένη Iερουσαλήμ (Τα ιντερμέδια της Ερωφίλης), Στ. Aλεξίου - M. Aποσκίτη, Aθήνα 1992
- φιλιά ζαχαροζυμωμένα
- ≈ συνώνυμα: ζαχαράτος, ζαχαρένιος
- ※ Πρότυπο:κρητική λογοτεχνία 16ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, H ελευθερωμένη Iερουσαλήμ (Τα ιντερμέδια της Ερωφίλης), Στ. Aλεξίου - M. Aποσκίτη, Aθήνα 1992
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ζαχαροζυμωμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].