ζαχαράτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαχαράτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζαχαράτος < ζάχαρ(η) + -άτος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /za.xaˈɾa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρά‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ζαχαράτος, -η, -ο
- άλλη μορφή του ζαχαρωτός
- → δείτε παράθεμα στο ουδέτερο ζαχαράτο
- άλλες μορφές: ζαχαρένιος
επεξεργασία
- ζαχαράτο (ουδέτερο)
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζάχαρη
επεξεργασία
- Ζαχαράτος (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαχαράτος
|
Πηγές επεξεργασία
- ζαχαράτος βλ. ζαχαρωτός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ζαχαράτος
επεξεργασία
- ζαχαρένιος (φτιαγμένος από ζάχαρη)
→ και δείτε τη λέξη ζάχαρη
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ζαχαράτος (επώνυμο)
Πηγές επεξεργασία
- ζαχαράτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].