ειδικοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ειδικοποιημένος < ειδικ(ός) + -ο- + -ποιημένος
Μετοχή επεξεργασία
ειδικοποιημένος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ειδικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδικοποιημένος
|
ειδικοποιημένος
|