Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδικοποιημένος η ειδικοποιημένη το ειδικοποιημένο
      γενική του ειδικοποιημένου της ειδικοποιημένης του ειδικοποιημένου
    αιτιατική τον ειδικοποιημένο την ειδικοποιημένη το ειδικοποιημένο
     κλητική ειδικοποιημένε ειδικοποιημένη ειδικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδικοποιημένοι οι ειδικοποιημένες τα ειδικοποιημένα
      γενική των ειδικοποιημένων των ειδικοποιημένων των ειδικοποιημένων
    αιτιατική τους ειδικοποιημένους τις ειδικοποιημένες τα ειδικοποιημένα
     κλητική ειδικοποιημένοι ειδικοποιημένες ειδικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειδικοποιημένος < ειδικ(ός) + -ο- + -ποιημένος

  Μετοχή επεξεργασία

ειδικοποιημένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία