παρατετραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρατετραμμένος < αρχαία ελληνική παρατετραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρατρέπω < παρά + τρέπω
Μετοχή
επεξεργασίαπαρατετραμμένος, -η, -ο
- (αρχαιοπρεπές) που παρεκκλίνει, που εκτρέπεται
- (θρησκεία) ο (διά Χριστόν) σαλός
- ※ Διαβάζοντας τους βίους τών «διά Χριστόν σαλών», οι οποίοι έχουν γραφεί κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων, μπορούμε να συναντήσουμε πολλούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι προσδιορίζουν και εκφράζουν αυτό το τύπο των ασκητών. Οι πιο διαδεδομένοι και γνωστοί όροι είναι έξηχος, παρατετραμμένος, παράφρων, μωρός και σαλός. (Το φαινόμενο της διά Χριστόν σαλότητας στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, σελ. 36.)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρατετραμμένος
|