Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατετραμμένος η παρατετραμμένη το παρατετραμμένο
      γενική του παρατετραμμένου της παρατετραμμένης του παρατετραμμένου
    αιτιατική τον παρατετραμμένο την παρατετραμμένη το παρατετραμμένο
     κλητική παρατετραμμένε παρατετραμμένη παρατετραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατετραμμένοι οι παρατετραμμένες τα παρατετραμμένα
      γενική των παρατετραμμένων των παρατετραμμένων των παρατετραμμένων
    αιτιατική τους παρατετραμμένους τις παρατετραμμένες τα παρατετραμμένα
     κλητική παρατετραμμένοι παρατετραμμένες παρατετραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατετραμμένος < αρχαία ελληνική παρατετραμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παρατρέπω < παρά + τρέπω

  Μετοχή επεξεργασία

παρατετραμμένος, -η, -ο

  1. (αρχαιοπρεπές) που παρεκκλίνει, που εκτρέπεται
  2. (θρησκεία) ο (διά Χριστόν) σαλός
    ※  Διαβάζοντας τους βίους τών «διά Χριστόν σαλών», οι οποίοι έχουν γραφεί κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων, μπορούμε να συναντήσουμε πολλούς χαρακτηρισμούς, οι οποίοι προσδιορίζουν και εκφράζουν αυτό το τύπο των ασκητών. Οι πιο διαδεδομένοι και γνωστοί όροι είναι έξηχος, παρατετραμμένος, παράφρων, μωρός και σαλός. (Το φαινόμενο της διά Χριστόν σαλότητας στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, σελ. 36.)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία