↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έξηχος η έξηχη το έξηχο
      γενική του έξηχου της έξηχης του έξηχου
    αιτιατική τον έξηχο την έξηχη το έξηχο
     κλητική έξηχε έξηχη έξηχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έξηχοι οι έξηχες τα έξηχα
      γενική των έξηχων των έξηχων των έξηχων
    αιτιατική τους έξηχους τις έξηχες τα έξηχα
     κλητική έξηχοι έξηχες έξηχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έξηχος < ελληνιστική κοινή ἔξηχος[1] < αρχαία ελληνική ἐξ + ἦχος

  Επίθετο

επεξεργασία

έξηχος

  1. κακόηχος[2], παράφωνος
  2. τρελός
  3. απάδων[2]
  4. ανάρμοστος[2]
  5. άτοπος[2]
  6. (στην ποντιακή διάλεκτο): αυτός που μαθαίνει εύκολα, ο ευμαθής, άτακτος, ζωηρός, ευκίνητος

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἔξηχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Λεξικόν Επίτομον της Ελληνικής γλώσσης Σκαρλάτος Βυζάντιος, σελ. 441

  Μεταφράσεις

επεξεργασία