Δείτε επίσης: ἀπᾴδων
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απάδων η απάδουσα το απάδον
      γενική του απάδοντος της απάδουσας
& απαδούσης*
του απάδοντος
    αιτιατική τον απάδοντα την απάδουσα το απάδον
     κλητική απάδων απάδουσα απάδον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απάδοντες οι απάδουσες τα απάδοντα
      γενική των απαδόντων των απαδουσών των απαδόντων
    αιτιατική τους απάδοντες τις απάδουσες τα απάδοντα
     κλητική απάδοντες απάδουσες απάδοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

απάδων, -ουσα, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία