↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιρυμουλκούμενος η ημιρυμουλκούμενη το ημιρυμουλκούμενο
      γενική του ημιρυμουλκούμενου της ημιρυμουλκούμενης του ημιρυμουλκούμενου
    αιτιατική τον ημιρυμουλκούμενο την ημιρυμουλκούμενη το ημιρυμουλκούμενο
     κλητική ημιρυμουλκούμενε ημιρυμουλκούμενη ημιρυμουλκούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιρυμουλκούμενοι οι ημιρυμουλκούμενες τα ημιρυμουλκούμενα
      γενική των ημιρυμουλκούμενων των ημιρυμουλκούμενων των ημιρυμουλκούμενων
    αιτιατική τους ημιρυμουλκούμενους τις ημιρυμουλκούμενες τα ημιρυμουλκούμενα
     κλητική ημιρυμουλκούμενοι ημιρυμουλκούμενες ημιρυμουλκούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημιρυμουλκούμενος < ημι- + ρυμουλκούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semi-trailer)

  Επίθετο

επεξεργασία

ημιρυμουλκούμενος

  1. που αφορά όχημα ή κατασκευή που έχει πίσω άξονα με ρόδες, όχι όμως και μπροστά, και μπορεί να ρυμουλκηθεί
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ημιρυμουλκούμενο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία