ημιρυμουλκούμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ημιρυμουλκούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημιρυμουλκούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semi-trailer)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαημιρυμουλκούμενο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημιρυμουλκούμενο