↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιρυμουλκούμενο τα ημιρυμουλκούμενα
      γενική του ημιρυμουλκούμενου των ημιρυμουλκούμενων
    αιτιατική το ημιρυμουλκούμενο τα ημιρυμουλκούμενα
     κλητική ημιρυμουλκούμενο ημιρυμουλκούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ημιρυμουλκούμενο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ημιρυμουλκούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημιρυμουλκούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semi-trailer)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ημιρυμουλκούμενο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία