προσκείμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσκείμενος < μετοχή ενεστώτα του πρόσκειμαι
Μετοχή επεξεργασία
προσκείμενος, -η, -ο
- που βρίσκεται δίπλα σε κάτι
- σε ένα ορθογώνιο τρίγωνο, ο λόγος της προσκείμενης σε μια οξεία γωνία πλευράς προς την υποτείνουσα ονομάζεται συνημίτονο της γωνίας αυτής
- ο υποστηρικτής
- οι προσκείμενοι προς την εσωτερική αντιπολίτευση του κόμματος