Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσκείμενος η προσκείμενη το προσκείμενο
      γενική του προσκείμενου της προσκείμενης του προσκείμενου
    αιτιατική τον προσκείμενο την προσκείμενη το προσκείμενο
     κλητική προσκείμενε προσκείμενη προσκείμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσκείμενοι οι προσκείμενες τα προσκείμενα
      γενική των προσκείμενων των προσκείμενων των προσκείμενων
    αιτιατική τους προσκείμενους τις προσκείμενες τα προσκείμενα
     κλητική προσκείμενοι προσκείμενες προσκείμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσκείμενος < μετοχή ενεστώτα του πρόσκειμαι

  Μετοχή επεξεργασία

προσκείμενος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται δίπλα σε κάτι
    σε ένα ορθογώνιο τρίγωνο, ο λόγος της προσκείμενης σε μια οξεία γωνία πλευράς προς την υποτείνουσα ονομάζεται συνημίτονο της γωνίας αυτής
  2. ο υποστηρικτής
    οι προσκείμενοι προς την εσωτερική αντιπολίτευση του κόμματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία