θεοσκοτωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεοσκοτωμένος < θεό- + σκοτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκοτώνω
Μετοχή
επεξεργασίαθεοσκοτωμένος, -η, -ο
- υπερβολικά κουρασμένος
- (λαϊκότροπο) που να τον σκοτώσει ο θεός (σε κατάρα)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεοσκοτωμένος
|