Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοσκοτωμένος η θεοσκοτωμένη το θεοσκοτωμένο
      γενική του θεοσκοτωμένου της θεοσκοτωμένης του θεοσκοτωμένου
    αιτιατική τον θεοσκοτωμένο τη θεοσκοτωμένη το θεοσκοτωμένο
     κλητική θεοσκοτωμένε θεοσκοτωμένη θεοσκοτωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοσκοτωμένοι οι θεοσκοτωμένες τα θεοσκοτωμένα
      γενική των θεοσκοτωμένων των θεοσκοτωμένων των θεοσκοτωμένων
    αιτιατική τους θεοσκοτωμένους τις θεοσκοτωμένες τα θεοσκοτωμένα
     κλητική θεοσκοτωμένοι θεοσκοτωμένες θεοσκοτωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοσκοτωμένος < θεό- + σκοτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκοτώνω

  Μετοχή επεξεργασία

θεοσκοτωμένος, -η, -ο

  1. υπερβολικά κουρασμένος
  2. (λαϊκότροπο) που να τον σκοτώσει ο θεός (σε κατάρα)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία