Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολεπισμένος η απολεπισμένη το απολεπισμένο
      γενική του απολεπισμένου της απολεπισμένης του απολεπισμένου
    αιτιατική τον απολεπισμένο την απολεπισμένη το απολεπισμένο
     κλητική απολεπισμένε απολεπισμένη απολεπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολεπισμένοι οι απολεπισμένες τα απολεπισμένα
      γενική των απολεπισμένων των απολεπισμένων των απολεπισμένων
    αιτιατική τους απολεπισμένους τις απολεπισμένες τα απολεπισμένα
     κλητική απολεπισμένοι απολεπισμένες απολεπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απολεπίζω

  Μετοχή επεξεργασία

απολεπισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία