απολεπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απολεπίζω
Μετοχή
επεξεργασίααπολεπισμένος, -η, -ο
- που έχει απολεπιστεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολεπισμένος
|
απολεπισμένος, -η, -ο
|