↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχεδιοποιημένος η σχεδιοποιημένη το σχεδιοποιημένο
      γενική του σχεδιοποιημένου της σχεδιοποιημένης του σχεδιοποιημένου
    αιτιατική τον σχεδιοποιημένο τη σχεδιοποιημένη το σχεδιοποιημένο
     κλητική σχεδιοποιημένε σχεδιοποιημένη σχεδιοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχεδιοποιημένοι οι σχεδιοποιημένες τα σχεδιοποιημένα
      γενική των σχεδιοποιημένων των σχεδιοποιημένων των σχεδιοποιημένων
    αιτιατική τους σχεδιοποιημένους τις σχεδιοποιημένες τα σχεδιοποιημένα
     κλητική σχεδιοποιημένοι σχεδιοποιημένες σχεδιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχεδιοποιημένος < λείπει η ετυμολογία

σχεδιοποιημένος, -η, -ο

  • (σπάνιο) δομημένος βάσει σχεδίου
    σχεδιοποιημένη οικονομία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία