σχεδιοποιημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχεδιοποιημένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
σχεδιοποιημένος, -η, -ο
- (σπάνιο) δομημένος βάσει σχεδίου
- σχεδιοποιημένη οικονομία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχεδιοποιημένος
|