Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοτυπωμένος η καλοτυπωμένη το καλοτυπωμένο
      γενική του καλοτυπωμένου της καλοτυπωμένης του καλοτυπωμένου
    αιτιατική τον καλοτυπωμένο την καλοτυπωμένη το καλοτυπωμένο
     κλητική καλοτυπωμένε καλοτυπωμένη καλοτυπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοτυπωμένοι οι καλοτυπωμένες τα καλοτυπωμένα
      γενική των καλοτυπωμένων των καλοτυπωμένων των καλοτυπωμένων
    αιτιατική τους καλοτυπωμένους τις καλοτυπωμένες τα καλοτυπωμένα
     κλητική καλοτυπωμένοι καλοτυπωμένες καλοτυπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοτυπωμένος < καλο- + τυπωμένος

  Μετοχή επεξεργασία

καλοτυπωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία