Ετυμολογία

επεξεργασία
τυπώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος τυπώνω

τυπώνομαι

  • μεταφέρομαι πάνω σε χαρτί σε μορφή κειμένου ή εικόνων (χρησιμοποιείται κυρίως στο γ' πρόσωπο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία