Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεκηρυγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κεκηρυγμέν
ος
η
κεκηρυγμέν
η
το
κεκηρυγμέν
ο
γενική
του
κεκηρυγμέν
ου
της
κεκηρυγμέν
ης
του
κεκηρυγμέν
ου
αιτιατική
τον
κεκηρυγμέν
ο
την
κεκηρυγμέν
η
το
κεκηρυγμέν
ο
κλητική
κεκηρυγμέν
ε
κεκηρυγμέν
η
κεκηρυγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κεκηρυγμέν
οι
οι
κεκηρυγμέν
ες
τα
κεκηρυγμέν
α
γενική
των
κεκηρυγμέν
ων
των
κεκηρυγμέν
ων
των
κεκηρυγμέν
ων
αιτιατική
τους
κεκηρυγμέν
ους
τις
κεκηρυγμέν
ες
τα
κεκηρυγμέν
α
κλητική
κεκηρυγμέν
οι
κεκηρυγμέν
ες
κεκηρυγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεκηρυγμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
κεκηρυγμένος, -η, -ο
διαλεκτικό της Αχαΐας
κηρυγμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κεκηρυγμένος