παραγυμνασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγυμνασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος παραγυμνάζομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + γυμνασμένος
Μετοχή επεξεργασία
παραγυμνασμένος, -η, -ο
- ιδιαίτερα γυμνασμένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραγυμνασμένος
|