συμμορφούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμμορφούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμμορφώνομαι
Μετοχή επεξεργασία
συμμορφούμενος
- εκείνος ο οποίος συμμορφώνεται, που ευπειθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμμορφούμενος
|