↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμμορφούμενος η συμμορφούμενη το συμμορφούμενο
      γενική του συμμορφούμενου της συμμορφούμενης του συμμορφούμενου
    αιτιατική τον συμμορφούμενο τη συμμορφούμενη το συμμορφούμενο
     κλητική συμμορφούμενε συμμορφούμενη συμμορφούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμμορφούμενοι οι συμμορφούμενες τα συμμορφούμενα
      γενική των συμμορφούμενων των συμμορφούμενων των συμμορφούμενων
    αιτιατική τους συμμορφούμενους τις συμμορφούμενες τα συμμορφούμενα
     κλητική συμμορφούμενοι συμμορφούμενες συμμορφούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμμορφούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμμορφώνομαι

συμμορφούμενος

  • εκείνος ο οποίος συμμορφώνεται, που ευπειθεί

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία