↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπονεμένος η πολυπονεμένη το πολυπονεμένο
      γενική του πολυπονεμένου της πολυπονεμένης του πολυπονεμένου
    αιτιατική τον πολυπονεμένο την πολυπονεμένη το πολυπονεμένο
     κλητική πολυπονεμένε πολυπονεμένη πολυπονεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπονεμένοι οι πολυπονεμένες τα πολυπονεμένα
      γενική των πολυπονεμένων των πολυπονεμένων των πολυπονεμένων
    αιτιατική τους πολυπονεμένους τις πολυπονεμένες τα πολυπονεμένα
     κλητική πολυπονεμένοι πολυπονεμένες πολυπονεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυπονεμένος < μεσαιωνική ελληνική πολυπονεμένος < πολύ και πονεμένος

πολυπονεμένος -η -ο

  • που έχει υποφέρει πολλά
  • μα τι να λέγει η μάννα σου η πολυπονεμένη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία