Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερεκτεταμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερεκτεταμέν
ος
η
υπερεκτεταμέν
η
το
υπερεκτεταμέν
ο
γενική
του
υπερεκτεταμέν
ου
της
υπερεκτεταμέν
ης
του
υπερεκτεταμέν
ου
αιτιατική
τον
υπερεκτεταμέν
ο
την
υπερεκτεταμέν
η
το
υπερεκτεταμέν
ο
κλητική
υπερεκτεταμέν
ε
υπερεκτεταμέν
η
υπερεκτεταμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερεκτεταμέν
οι
οι
υπερεκτεταμέν
ες
τα
υπερεκτεταμέν
α
γενική
των
υπερεκτεταμέν
ων
των
υπερεκτεταμέν
ων
των
υπερεκτεταμέν
ων
αιτιατική
τους
υπερεκτεταμέν
ους
τις
υπερεκτεταμέν
ες
τα
υπερεκτεταμέν
α
κλητική
υπερεκτεταμέν
οι
υπερεκτεταμέν
ες
υπερεκτεταμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υπερεκτεταμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
υπερεκτείνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερεκτεταμένος