↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσμογυρισμένος η κοσμογυρισμένη το κοσμογυρισμένο
      γενική του κοσμογυρισμένου της κοσμογυρισμένης του κοσμογυρισμένου
    αιτιατική τον κοσμογυρισμένο την κοσμογυρισμένη το κοσμογυρισμένο
     κλητική κοσμογυρισμένε κοσμογυρισμένη κοσμογυρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσμογυρισμένοι οι κοσμογυρισμένες τα κοσμογυρισμένα
      γενική των κοσμογυρισμένων των κοσμογυρισμένων των κοσμογυρισμένων
    αιτιατική τους κοσμογυρισμένους τις κοσμογυρισμένες τα κοσμογυρισμένα
     κλητική κοσμογυρισμένοι κοσμογυρισμένες κοσμογυρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοσμογυρισμένος < κοσμο- + γυρισμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου του *κοσμογυρίζω (που δεν βρίσκεται σε χρήση)

κοσμογυρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία