κοσμογυρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοσμογυρισμένος < κοσμο- + γυρισμένος / μετοχή παθητικού παρακειμένου του *κοσμογυρίζω (που δεν βρίσκεται σε χρήση)
Μετοχή
επεξεργασίακοσμογυρισμένος, -η, -ο
κοσμογυρισμένος, -η, -ο