λεπτοδουλεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λεπτοδουλεμένος < λεπτ(ός) + -ο- + δουλεμένος
Μετοχή
επεξεργασία
λεπτοδουλεμένος, -η, -ο
- αυτός που τον έχουν επεξεργαστεί με προσοχή στη λεπτομέρεια, επιδεξιότητα και λεπτούς χειρισμούς
- ※ Εξαιρετικοί χαρακτήρες, λεπτοδουλεμένοι, πλήθος στοιχείων της κουβανικής κουλτούρας, μπαρόκ περιγραφές και κρατερά συναισθήματα φιλίας και αφοσίωσης (Λεονάρδο Παδούρα: «Αφηγούμαι την ιστορία μιας γενιάς ανθρώπων που είναι ηττημένοι», epohi.gr, 4/7/2022, )
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λεπτοδουλεμένος
|