Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθυπύθμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαθυπύθμεν
ος
η
βαθυπύθμεν
η
το
βαθυπύθμεν
ο
γενική
του
βαθυπύθμεν
ου
της
βαθυπύθμεν
ης
του
βαθυπύθμεν
ου
αιτιατική
τον
βαθυπύθμεν
ο
τη
βαθυπύθμεν
η
το
βαθυπύθμεν
ο
κλητική
βαθυπύθμεν
ε
βαθυπύθμεν
η
βαθυπύθμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαθυπύθμεν
οι
οι
βαθυπύθμεν
ες
τα
βαθυπύθμεν
α
γενική
των
βαθυπύθμεν
ων
των
βαθυπύθμεν
ων
των
βαθυπύθμεν
ων
αιτιατική
τους
βαθυπύθμεν
ους
τις
βαθυπύθμεν
ες
τα
βαθυπύθμεν
α
κλητική
βαθυπύθμεν
οι
βαθυπύθμεν
ες
βαθυπύθμεν
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθυπύθμενος
<
βαθυ-
+
πυθμέν(ας)
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
βαθυπύθμενος
που έχει
πυθμένα
σε μεγάλο
βάθος
βαθυπύθμενη
λεκάνη
(αρχαιολογικός όρος)