Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εστεμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εστεμμέν
ος
η
εστεμμέν
η
το
εστεμμέν
ο
γενική
του
εστεμμέν
ου
της
εστεμμέν
ης
του
εστεμμέν
ου
αιτιατική
τον
εστεμμέν
ο
την
εστεμμέν
η
το
εστεμμέν
ο
κλητική
εστεμμέν
ε
εστεμμέν
η
εστεμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εστεμμέν
οι
οι
εστεμμέν
ες
τα
εστεμμέν
α
γενική
των
εστεμμέν
ων
των
εστεμμέν
ων
των
εστεμμέν
ων
αιτιατική
τους
εστεμμέν
ους
τις
εστεμμέν
ες
τα
εστεμμέν
α
κλητική
εστεμμέν
οι
εστεμμέν
ες
εστεμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εστεμμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στέφω
Μετοχή
επεξεργασία
εστεμμένος
(
λόγιο
) που έχει
στεφθεί
βασιλιάς ή αυτοκράτορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εστεμμένος