κρεατωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κρεατωμένος < (κρέας), κρεατ- + -ωμένος,[1] ή μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κρεατώνω [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɾe.a.toˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρε‐α‐τω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίακρεατωμένος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρεατωμένος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κρεατωμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ κρεατώνω — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)