Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναταρασσόμενος η αναταρασσόμενη το αναταρασσόμενο
      γενική του αναταρασσόμενου της αναταρασσόμενης του αναταρασσόμενου
    αιτιατική τον αναταρασσόμενο την αναταρασσόμενη το αναταρασσόμενο
     κλητική αναταρασσόμενε αναταρασσόμενη αναταρασσόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναταρασσόμενοι οι αναταρασσόμενες τα αναταρασσόμενα
      γενική των αναταρασσόμενων των αναταρασσόμενων των αναταρασσόμενων
    αιτιατική τους αναταρασσόμενους τις αναταρασσόμενες τα αναταρασσόμενα
     κλητική αναταρασσόμενοι αναταρασσόμενες αναταρασσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναταρασσόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αναταράσσω

  Μετοχή επεξεργασία

αναταρασσόμενος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία