αναταρασσόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναταρασσόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αναταράσσω
Μετοχή
επεξεργασία
αναταρασσόμενος, -η, -ο
- που αναταράζεται
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ταράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναταρασσόμενος
|