νομοκρατούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νομοκρατούμενος (νεολογισμός) < μετοχή ενεστώτα του ρήματος *νομοκρατούμαι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) < (νόμος) νομο- + -κρατώ (< κράτος). Δείτε και το μεσαιωνικό νομοκράτης.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /no.mo.kɾaˈtu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νο‐μο‐κρα‐τού‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίανομοκρατούμενος, -η, -ο μετοχή παθητικού ενεστώτα, (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που νομοκρατείται
- ※ […] ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι σύστημα νομοκρατούμενο, με κανόνες και αρχές, τις οποίες ουδείς επιθυμεί να καταστρατηγήσει ακόμη και εάν η τήρησή τους αναιρεί στρατηγικές επιλογές ή θίγει υλικά συμφέροντα
- Κώστας Ιορδανίδης, «Η γοητεία της διαπραγματεύσεως», εφημερίδα Η Καθημερινή, 2006.11.30. πρόσβαση:2023.01.09.
- ※ Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, οι οπαδοί του βιολογικού ντετερμινισμού θεωρούν ότι η οποιαδήποτε δυνατότητα για ελευθερία βουλήσεως είναι όχι απλώς απίθανη, αλλά κυριολεκτικά αδιανόητη μέσα σε ένα νομοκρατούμενο και αιτιοκρατικό Σύμπαν.
- Σπύρος Μανουσέλης, «Το δίλημμα της μαριονέτας. Η ελεύθερη βούληση και τα δεινά της» Εφημερίδα των συντακτών, 2015.07.04. πρόσβαση:2023.01.09.
- ※ […] ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι σύστημα νομοκρατούμενο, με κανόνες και αρχές, τις οποίες ουδείς επιθυμεί να καταστρατηγήσει ακόμη και εάν η τήρησή τους αναιρεί στρατηγικές επιλογές ή θίγει υλικά συμφέροντα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις νόμος, κρατούμενος και κράτος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νομοκρατούμενος
|