Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστοχισμένος η αστοχισμένη το αστοχισμένο
      γενική του αστοχισμένου της αστοχισμένης του αστοχισμένου
    αιτιατική τον αστοχισμένο την αστοχισμένη το αστοχισμένο
     κλητική αστοχισμένε αστοχισμένη αστοχισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστοχισμένοι οι αστοχισμένες τα αστοχισμένα
      γενική των αστοχισμένων των αστοχισμένων των αστοχισμένων
    αιτιατική τους αστοχισμένους τις αστοχισμένες τα αστοχισμένα
     κλητική αστοχισμένοι αστοχισμένες αστοχισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστοχισμένος < μεσαιωνική ελληνική αστοχισμένος < αστοχώ

  Μετοχή επεξεργασία

αστοχισμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία