↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψευτοφαγωμένος η ψευτοφαγωμένη το ψευτοφαγωμένο
      γενική του ψευτοφαγωμένου της ψευτοφαγωμένης του ψευτοφαγωμένου
    αιτιατική τον ψευτοφαγωμένο την ψευτοφαγωμένη το ψευτοφαγωμένο
     κλητική ψευτοφαγωμένε ψευτοφαγωμένη ψευτοφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψευτοφαγωμένοι οι ψευτοφαγωμένες τα ψευτοφαγωμένα
      γενική των ψευτοφαγωμένων των ψευτοφαγωμένων των ψευτοφαγωμένων
    αιτιατική τους ψευτοφαγωμένους τις ψευτοφαγωμένες τα ψευτοφαγωμένα
     κλητική ψευτοφαγωμένοι ψευτοφαγωμένες ψευτοφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψευτοφαγωμένος < ψευτο- και φαγωμένος

ψευτοφαγωμένος

  • που δεν έφαγε καλά, που δεν είναι νηστικός, αλλά δεν είχε ένα κανονικό πλήρες γεύμα, που θέλει να φάει ή πρέπει να φάει κάτι ακόμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία