αποπληθωρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπληθωρισμένος < αποπληθωρισμός + -μένος
Μετοχή
επεξεργασίααποπληθωρισμένος, -η, -ο
- (οικονομία) που προκύπτει αν αφαιρέσουμε το ποσό που προέρχεται απ’ τον πληθωρισμό
αποπληθωρισμένος, -η, -ο