↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπληθωρισμένος η αποπληθωρισμένη το αποπληθωρισμένο
      γενική του αποπληθωρισμένου της αποπληθωρισμένης του αποπληθωρισμένου
    αιτιατική τον αποπληθωρισμένο την αποπληθωρισμένη το αποπληθωρισμένο
     κλητική αποπληθωρισμένε αποπληθωρισμένη αποπληθωρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπληθωρισμένοι οι αποπληθωρισμένες τα αποπληθωρισμένα
      γενική των αποπληθωρισμένων των αποπληθωρισμένων των αποπληθωρισμένων
    αιτιατική τους αποπληθωρισμένους τις αποπληθωρισμένες τα αποπληθωρισμένα
     κλητική αποπληθωρισμένοι αποπληθωρισμένες αποπληθωρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπληθωρισμένος < αποπληθωρισμός + -μένος

αποπληθωρισμένος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία