Δείτε επίσης: αποπληθωρισμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποπληθωριστικός η αποπληθωριστική το αποπληθωριστικό
      γενική του αποπληθωριστικού της αποπληθωριστικής του αποπληθωριστικού
    αιτιατική τον αποπληθωριστικό την αποπληθωριστική το αποπληθωριστικό
     κλητική αποπληθωριστικέ αποπληθωριστική αποπληθωριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποπληθωριστικοί οι αποπληθωριστικές τα αποπληθωριστικά
      γενική των αποπληθωριστικών των αποπληθωριστικών των αποπληθωριστικών
    αιτιατική τους αποπληθωριστικούς τις αποπληθωριστικές τα αποπληθωριστικά
     κλητική αποπληθωριστικοί αποπληθωριστικές αποπληθωριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπληθωριστικός < αποπληθωρισμός + -ιστικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déflationniste)

  Επίθετο

επεξεργασία

αποπληθωριστικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία