αποπληθωρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποπληθωρισμός < από + πληθωρισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déflation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποπληθωρισμός αρσενικό
- (οικονομία) μια γενική μείωση του επιπέδου τιμών, ο αρνητικός πληθωρισμός
- Αποπληθωρισμό 2,9% εμφάνισε η Ελλάδα το Νοέμβριο, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ και σημειώνοντας νέα μείωση σε σχέση με τον Οκτώβριο (-1,9%), σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δόθηκαν σήμερα Τρίτη στη δημοσιότητα στις Βρυξέλλες. (*)
- (οικονομία) η πολιτική που στοχεύει στη μείωση του πληθωρισμού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντιπληθωρισμός
- αποπληθωρισμένος
- αποπληθωριστικά
- αποπληθωριστικός
- → δείτε τις λέξεις από, πληθωρισμός και πλήθος